- κρησάρισμα
- το, -ατοςκοσκίνισμα με την κρησάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρησάρισμα — το [κρησαρίζω] το κοσκίνισμα με την κρησάρα … Dictionary of Greek
κοσκίνισμα — το, ατος 1. το πέρασμα από το κόσκινο, κρησάρισμα. 2. λεπτομερής εξέταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)